προέργου

προέργου
Α
βλ. προὔργου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • προέργου — πρό ἔργνυμι imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προύργου — και προέργου Α 1. χρήσιμο, ωφέλιμο για την εκτέλεση ενός έργου ή ενός σκοπού (α. «μὴ πάλιν τις αὖ ἐλθὼν διακωλύσῃ τι τῶν προὔργου ποιεῑν», Αριστοφ. β. «ἵνα προὔργου τι γένηται», Ισοκρ.) 2. (ως επίρρ.) χρήσιμα, καλά, με πρόσφορο τρόπο («ὡς δ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”